Συλλογή Υφασμάτων
Η Συλλογή Υφασμάτων του Μουσείου περιλαμβάνει περίπου 1.000 κοσμικά και κυρίως εκκλησιαστικά υφάσματα, που προέρχονται από τον ευρύτερο ελλαδικό, βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο και χρονολογούνται από τον 5ο έως και τον 20ό αιώνα. Πυρήνας της συλλογής υπήρξε η συλλογή υφασμάτων της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η συλλογή άρχισε σταδιακά να εμπλουτίζεται από δωρεές, αγορές, αλλά και από τα «Κειμήλια Προσφύγων», τα έργα δηλαδή που προέρχονται από τις ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και τα οποία έφθασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923). Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η σειρά κοπτικών υφασμάτων. Κοπτικά είναι τα έργα των χριστιανών της Αιγύπτου, που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το Βυζάντιο έως και το 641, το έτος δηλαδή που η αυτοκρατορία έχασε οριστικά τις επαρχίες της Αιγύπτου οι οποίες πέρασαν στους Άραβες. Και πέραν όμως αυτής της χρονολογίας, πολλά έργα ακόμη χαρακτηρίζονται κοπτικά. Όπως είναι γνωστό εξάλλου, η ονομασία Κόπτης προέρχεται από την ελληνική λέξη Αιγύπτιος κατόπιν παραφθοράς της στην αραβική γλώσσα. Κόπτης αποκαλείται ο χριστιανός της Αιγύπτου. Τα κοπτικά υφάσματα βρέθηκαν σε ανασκαφές χριστιανικών ταφών της Αιγύπτου και διασώθηκαν λόγω των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής. Πρόκειται κυρίως για λινά υφάσματα με κεντητές ή υφαντές παραστάσεις από χρωματιστό μαλλί. Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή συλλογή αποτελείται κατά βάση από εκκλησιαστικά άμφια, ιερατικά και λειτουργικά, φτιαγμένα από υφάσματα δυτικοευρωπαϊκής και ανατολικής προέλευσης. Πολλά από τα άμφια είναι μεταξωτά, φέρουν κεντητό διάκοσμο και αποτελούν πολύτιμα δείγματα της χρυσοκεντητικής, τέχνης με μεγάλη παράδοση στο Βυζάντιο, που παρακολουθεί την εξέλιξη συγγενών τεχνών, της ζωγραφικής, της μεταλλοτεχνίας και της γλυπτικής. Τα πρωϊμότερα δείγματα χρυσοκεντητικής χρονολογούνται στον 14ο και 15ο αι. Ο 16ος αιώνας, όπως και οι πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, εκπροσωπούνται από αντικείμενα που δείχνουν ακόμη την εξάρτησή τους από βυζαντινά πρότυπα. Η τεχνική του κεντήματος εξακολουθεί να είναι επίπεδη, ενώ αργότερα, από τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα ως και το τέλος του 19ου αιώνα, παραχωρεί τη θέση της σε μία όλο και πιο ανάγλυφη τεχνική, κατ’ απομίμηση της μεταλλουργίας. Οι παραστάσεις άλλοτε επηρεάζονται από τη δυτική τέχνη και άλλοτε τείνουν να γίνουν απλοϊκότερες. Τα εργαστήρια που έχουν εντοπιστεί εκτείνονται από τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τη Γεωργία, τη Ρωσία και τις παραδουνάβιες πόλεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι, μετά το 1453 και την κατάλυση του βυζαντινού κράτους, σπουδαίο κέντρο κεντητικής είναι η Κωνσταντινούπολη. Οι κεντήστρες της, ενήμερες περί των τελευταίων εξελίξεων της τέχνης τους, υπογράφουν τα εργόχειρά τους, έχοντας επίγνωση της αξίας τους. Έξοχο έργο αποτελεί το επιγονάτιο της Δεσποινέτας του Αργύρη (1689), το επιγονάτιο της Ευσεβίας (18ος αι.) και το πέτασμα Ωραίας Πύλης της Κοκόνας του Ρολωγά (αρχές 19ου αι.). Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην ομάδα των κεντητών επιταφίων, των λειτουργικών δηλαδή αμφίων που εντάσσονται στο τελετουργικό της Μεγάλης Παρασκευής (ενταφιασμός του Χριστού). Στη συλλογή περιλαμβάνονται αξιόλογοι επιτάφιοι από την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία και τα Επτάνησα. Εξίσου σημαντική είναι μία άλλη ομάδα υφασμάτων. Πρόκειται για τα αντιμήνσια, λινά υφάσματα καθαγιασμένα με μύρο, που χρησιμοποιούνται για την τελετή της θείας λειτουργίας σε μέρη όπου δεν υπάρχει αγία τράπεζα (π.χ. πλοία, σκηνές στρατοπέδων). Τα περισσότερα είναι έντυπα, ξυλογραφίες, ενώ κάποια φέρουν γραπτή, σπανιότερα κεντητή, διακόσμηση και χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα και εξής.